τιτλομανία

τιτλομανία
η, Ν
το να είναι κανείς τιτλομανής, η ιδιότητα τού τιτλομανούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + μανία. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”